- επιφανειούχος
- -ο1. ο κάτοχος επιφάνειας2. (νομ.) κατά το ρωμαϊκό δίκαιο αυτός που κατέχει το εμπράγματο δικαίωμα τής επιφάνειας* (νεοελλ. 2.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφάνεια + -ουχος (< έχωπρβλ. δικαιούχος, πηδαλιούχος)].
Dictionary of Greek. 2013.